εὐόρατος

English (LSJ)

εὐόρατον, (> ὁράω) = εὔοπτος (open to view, conspicuous) I, Eust. 86.42.

German (Pape)

[Seite 1085] dasselbe, Iambl., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόρᾱτος: -ον, (ὁράω) = τῷ προηγουμ. Ι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ.

Greek Monolingual

εὐόρατος, -ον (Α)
αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται σαφώς, ο ορατός, ο εύοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορατός (< ορώ)].