ορατός
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁρατός, -ή, -όν)
1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με την όραση, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει («πιστεύω εἰς ἕνα θεόν... ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», Σύμβ. Πίστεως)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορατά
αυτά που υποπίπτουν στην αίσθηση της όρασης, σε αντιδιαστολή προς τα νοητά.
επίρρ...
ορατώς (Α ὁρατῶς)
με την όραση, με τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὁρα- του ὁρῶ + κατάλ. -τός].