εὔας

English (LSJ)

= Lat. ovatio, Plu.Marc.22; cf. εὐαστής ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

αδος (ἡ) :
= lat. ovatio.
Étymologie: εὐάζω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔας: ὁ, τὸ παρὰ Ρωμαίοις ovatio, ἴδε εὐαστὴς ΙΙ.

Greek Monotonic

εὔας: ὁ, Ρωμ. ovatio, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὔας, ου,
the Roman ovatio, Plut.