εὐαστής
English (LSJ)
εὐαστοῦ, or parox. εὐάστης, ου, ὁ, (εὐάζω)
A one who cries εὐαί, a Bacchanal, Orph.H.54.5, APl.1.15, etc.
2 εὐαστὴς θεός = Βάκχος, Ath.Mitt.27.94 (Pergam., ii B.C.).
II ὁ εὐαστὴς θρίαμβος = Lat. ovatio, D.H.5.47 (nisi leg. οὐαστής).
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, der Eua Rufende, bacchantisch Jubelnde, Silen, Orph. H. 53, 5; Dionysus selbst, Procl. 5 (App. 69); Bacchant, Σάτυρος εὐασταῖς σύντροφος Ep. ad. 412 (Plan. 15); D. Hal. 5, 47 nennt so die römische ovatio, s. auch εὖα.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
1 qui pousse des cris de bacchante ou de joie (litt. qui crie εὐαί);
2 ὁ εὐαστὴς θρίαμβος = lat. ovatio.
Étymologie: εὐάζω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαστής: -οῦ, ἢ παροξ. εὐάστης, ου, ὁ, (εὐάζω) ὁ κράζων εὖα, βακχεύων, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 5, Ἀνθ. Πλαν. 1. 15, κτλ. ΙΙ. ὁ εὐαστὴς θρίαμβος, ἐν χρήσει παρὰ Διον. Ἁλ. 5. 47 πρὸς μετάφρασιν τοῦ ovatio τῶν Ρωμαίων, ἀνθ’ οὗ ὁ Πλούτ. ἐν Μαρκέλλ. 22 χρῆται τῷ εὔας.
Greek Monolingual
εὐαστής, -οῦ και εὐάστης, -ου, ὁ (Α) ευάζω
1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει
2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» — ο Βάκχος
β) «εὐαστὴς θρίαμβος» — ο μικρός θρίαμβος, ο εύας.
Greek Monotonic
εὐαστής: -οῦ ή παροξ. εὐάστης, -ου, ὁ (εὐάζω), Βακχιστής, οργιαστής, σε Ανθ.