εὔδικος

English (LSJ)

εὔδικον, righteous, BCH23.302 (Termessus): as pr.n., IG12.393 (vi B.C.), etc.

Greek Monolingual

εὔδικος, -ον (Α)
δίκαιος, χρηστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δικος (< δίκη), πρβλ. άδικος, φιλόδικος, φυγόδικος].