εὔκλωνος

English (LSJ)

εὔκλωνον, with fine twigs, πενταπέτηλον Androm. ap. Gal.14.40.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönen Zweigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλωνος: -ον, ὁ καλοὺς τοὺς κλῶνας ἔχων, Γαλην. τ. 13. σ. 877.

Greek Monolingual

εὔκλωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονόκλωνος, πολύκλωνος].