εὔλιμνος

English (LSJ)

εὔλιμνον, (λίμνη) abounding in lakes, Arist.HA601b22.

German (Pape)

[Seite 1078] mit schönen Seen od. Teichen, χωρία Arist. H. A. 8, 19.

Russian (Dvoretsky)

εὔλιμνος: изобилующий озерами (χωρία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔλιμνος: -ον, (λίμνη) ἔχων πολλὰς λίμνας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 3.

Greek Monolingual

εὔλιμνος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ή μεγάλες λίμνες.