εὔοργος

English (LSJ)

εὔοργον, (ὀργή) = εὐόργητος, Id. perhaps from Archil., cf. PLG2p.439B.).

German (Pape)

[Seite 1085] = εὐόργητος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

εὔοργος: -ον, (ὀργὴ) ἐπὶ ψόγου, «ὁ μὴ ὀργιζόμενος ἐφ’ οἷς δεῖ, ἀλλὰ πάντα εὖ φέρων, ἔσθ’ ὅτε δὲ ἐπὶ ἐγκωμίου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὔοργος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εὐόργητος».