ὀργή
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ἡ,
A natural impulse or propensity (v. ὀργάω II): hence, temperament, disposition, mood, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν Hes.Op. 304, cf. Thgn.98,214,964, etc.; ὀργὴν ἄλλοτ' ἀλλοίην ἔχει Semon.7.11; so μείλιχος, γλυκεῖα ὀργά, Pi.P.9.43,I.2.35; εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ παρμένων Id.P.1.89; ὀργῆς τραχύτης A.Pr.80; ὠμή, ἀτέραμνος ὀργή, Id.Supp.187, Pr.192, etc.; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι of 'a mind diseased', ib.380: so in plural, h.Cer.205, Pi.I.5(4).34; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Id.P.2.77; κνωδάλων ἔχοντες ὀργάς A.Supp.763; ἀστυνόμοι ὀργαί social dispositions, S.Ant.356 (lyr., cf. σύντροφος 3); ὀργαὶ ἤπιοι E.Tr.53 : also in Prose, διεπειρᾶτο αὐτῶν τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς Hdt.6.128; οὐ τῇ αὐτῇ ὀ. ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν τῷ ἔργῳ πράσσοντας Th.1.140; τῇ ὀ… χαλεπῇ ἐχρῆτο ib.130; ἐπιφέρειν ὀργάς τινι suit one's moods to another, Id.8.83, cf. Cratin.230; ὁ πόλεμος πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀ. τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ Th.3.82; τὴν τῶν πολλῶν . . συνιόντων ὀ… σοφίαν ἡγούμενος Pl.R.493d.
II anger, wrath, ὀργῇ χρῆσθαι to be in a passion, Hdt.6.85, S.OT1241; ὀργὴν ποιήσασθαι Hdt.3.25; ὀργὴν ποιεῖσθαι εἰ . . Th.4.122; ὀργῇ χάριν δοῦναι S.OC855; ὀργῇ εἶξαι, χαρίζεσθαι, E.Hel.80, Fr.31; ὀργὴν ἔχειν τινί Ar.Pax659 (but ὀ. ἔχει involves anger, D.10.44); δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.5.46; ἐν ὀργῇ ἔχειν, ποιεῖσθαί τινα, Id.2.65, D.1.16; οὐ τίθεται ταῦτα παρ' ὑμῖν εἰς . . ἣν προσῆκεν ὀ. Id.18.138; εἰς ὀργὴν πεσεῖν E.Or.696, etc.; ὀργῇ περιπεπτωκέναι D.Ep.2.14; ἀνιέναι τῆς ὀργῆς, ὀργὴν χαλᾶν, remit one's anger, be pacified, Ar.Ra.700, V.727; ὀ. κατέχειν Philem.185; ὀργῆς κρατεῖν Men.574; ὀ. ἐμποιεῖν τινι make one angry, Pl.Lg.793e; ὀργῆς τυγχάνειν to be visited with anger, D. 21.175, etc.; ὀργὴν ἄκρος quick to anger, passionate, Hdt.1.73: in plural, ὀργὰς ἀφιέναι A.Pr.317; φαίνειν Id.Ch.326 (lyr.), al.
2 Adverbial usages, ὀργῇ = in anger, in a passion, Hdt.1.61,114, S.OT405, etc.; ὀργᾷ περιόργῳ A.Ag.216(lyr.); δι' ὀργῆς S.OT807, Th.2.11; δι' ὀργάν A.Eu.981 (lyr.); ἐξ ὀργῆς S.Ant.766; κατ' ὀργήν Id.Tr.933, etc.; μετ' ὀργῆς Isoc.2.23, Pl.Ap.34d; μετὰ τῆς ὀ. D.21.76; πρὸς ὀργήν S. El.369, Ar.Ra.844, Th.2.65; ὀργῆς χάριν, ὀ. ὕπο, E.Andr.688, IA 335.
3 c. gen., Πανὸς ὀργαί visitations of Pan's wrath, Id.Med. 1172; but
b c. gen. objecti, ὀργή τινος anger at or because of a thing, S.Ph.1309 (cj.), Lys.12.20; ὀ. τῆς προδοσίας εἶχε τοὺς Ἀθηναίους Plu.Them.9; ἀπύρων ἱερῶν ὀργάς A.Ag.71 (anap.).
4 v. ὀργάς 2.—Not in Hom., who uses θυμός instead; once in Hes.; freq. in Eleg. and Lyr. and in Ion. and Att. Prose.
German (Pape)
[Seite 369] ἡ, die natürliche Anlage, das Naturell, auch der Tiere, Hes. O. 306; bes. Beschaffenheit der Seele, Gemüths-, Sinnesart, Charakter, H. h. Cer. 205; Theogn.; Her. vrbdt διεπειρᾶτο αὐτέων τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς καὶ παιδεύσιός τε καὶ τρόπου, 6, 128; bes. heftige Gemüthsbewegung, Leidenschaft, vgl. Ausleger zu 1, 73; Suid. erklärt, bei Thuc. stehe ὀργῇ für διανοίᾳ, τρόπῳ, was auf Stellen wie 1, 130 geht, δυσπρόσοδόν τε αὑτὸν παρεῖχε καὶ τῇ ὀργῇ οὕτω χαλεπῇ ἐχρῆτο ἐς πάντας ὁμοίως, ὥςτε μηδένα δύνασθαι προσιέναι, vgl. ὁ πόλεμος πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῖ, 3, 82; – μείλιχος ὀργά, Pind. P. 9, 49; μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ, I. 4, 38, öfter; auch ὀργαῖς ἀλωπέκων, P. 2, 77; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, Aesch. Prom. 378; ὀργῆς τραχύτητα, 80; σὲ δ' αὐτόγνωτος ὤλεσ' ὀργά, Soph. Ant. 367; εἰσιδών τις ἐμφερὴς ἐμοὶ ὀργήν θ' ὁμοῖος, Ai. 1132, vgl. ὃς οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, 626; κερτομίοις ὀργαῖς, Ant. 947; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Eur. Bacch. 1301; ἐπιφέρειν ὀργάς τινι, Einem sein Gemüth, seine Neigung zuwenden, Thuc. 8, 83, Schol. erkl. χαρίζεσθαι u. führt aus Cratin. an τὴν μουσικὴν ἀκορέστους ἐπιφέρειν ὀργὰς βροτοῖς σώφροσι; – ἄνευ κακῆς ὀργῆς καὶ ἤθους, Plat. Legg. X, 908 e; δι' ὀργὴν ἰδίαν, Menex. 242 d. – Bes. der Z orn; ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες, Aesch. Prom. 315; δι' ὀργάν, Eum. 936; ὠμῇ ξὺν ὀργῇ, Suppl. 184; βαρεῖα, Soph. Phil. 368; θυμοῦ δι' ὀργῆς, O. R. 344; παίω δι' ὀργῆς, 807, vgl. εἰ δι' ὀργῆς ἧκον, 909; ἀνὴρ βέβηκεν ἐξ ὀργῆς ταχύς, Ant. 762; εἰς ὀργὴν πεσών, Eur. Or. 695, öfter; ὀργὴν χαλᾶν, ἔχειν τινί, Ar. Vesp. 727 Pax 642; καὶ μὴ πρὸς ὀργὴν σπλάγχνα θερμήνῃς κότῳ, Ran. 843; ὀργῇ χρεώμενος u. ὀργῇ allein, im Zorn, Her. 6, 85. 3, 35; οὐκ ἐποιήσατο ὀργὴν οὐδεμίην, 7, 105, wie ὀργὴν ποιεῖσθαι, Zorn fassen, zornig sein, 3, 25; Folgde, wie Plat. Phaedr. 233 c, ὑπ ' ὀργῆς βίαιόν τι πράξαντες Phaed. 113 e, μετ' ὀργῆς λέγειν Legg. XI, 922 c, mit Zorn (vgl. Isocr. 2, 23); ὀργαί τε σύντονοι καὶ θ υμοὶ βαρεῖς, Tim. Locr. 102 e; πρὸς τὰς ὀργὰς ὀξύῤῥοποί εἰσι, Theaet. 144 a; καὶ ἐπιθυμίαι, Rep. VI, 493 a; δι' ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται, in heftiger Aufwallung, Thuc. 2, 11, öfter; auch διὰ ὀργήν, aus Zorn, Arist. eth. 5, 11; ἐν ὀργῇ ποιεῖσθαί τινα, Zorn auf Einen werfen, Dem. 1, 16; auch τἡν ὀργὴν φέρειν ἐπί τινα, Pol. 22, 14, 8; ὀργὴ τῆς προδοσίας εἶχε τοὺς Ἀθηναίους, Plut. Them. 9; Arist. rhet. 2, 3 setzt die πρᾳότης entgegen. – Ion. soll ὀργή = πίσσα sein. Suid. – Die Verwandtschaft von ὀργή mit ὀργάω ist unverkennbar, es bedeutet eigentlich ein innerliches Schwellen, Regen, Trachten.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
litt. agitation intérieure qui gonfle l'âme, d'où
I. disposition naturelle;
II. au sens mor.
1 état de l'âme, manière de sentir ou de penser, sentiment, disposition morale ; αἱ ὀργαί sentiments énergiques;
2 en mauv. part sentiments violents ou passionnés : ὀργὴν ἄκρος HDT violent ou passionné de caractère ; ὀργὴ χαλεπή THC caractère difficile ; ὀργὰς ἐπιφέρειν τινί THC augmenter les prétentions de qqn;
3 particul. ressentiment, colère : ὀργῇ χάριν δοῦναι SOPH céder à la colère ; ὀργὴν ποιεῖσθαι HDT être en colère ; ὀργὴν ποιεῖσθαί τινι THC être irrité contre qqn ; ὀργὴν ποιεῖσθαι εἰ THC être irrité de ce que ; ὀργῇ ou ὀργαῖς χρῆσθαι HDT être irrité ; ὀργὴν et ὀργᾶς ἐμποιεῖν τινι XÉN exciter la colère chez qqn ; ἐν ὀργῇ ἔχειν τινά THC, δι' ὀργῆς ἔχειν τινά THC, ὀργὴν ἔχειν πρός τινα ISOCR être irrité contre qqn ; ὀργὴν στορεννύναι ESCHL apaiser la colère ; ὀργὰς κατασχεθεῖν SOPH contenir sa colère ; adv. • ὀργῇ, en colère, dans un état d'irritation ; de même : δι' ὀργῆς THC, κατ' ὀργήν SOPH, ὑπ' ὀργῆς SOPH, μετ' ὀργῆς PLAT, ἐξ ὀργῆς SOPH, πρὸς ὀργήν SOPH;
4 vengeance ; punition, châtiment.
Étymologie: cf. skr. ûrgâ, suc, vigueur.
Russian (Dvoretsky)
ὀργή: дор. ὀργά (ᾱ) ἡ тж. pl.
1 склонность, влечение, нрав, натура, характер (μείλιχος Pind.; ἀτέραμνος Aesch.; χαλεπή Thuc.): διαπειρᾶσθαι τῆς ὀργῆς τινος Her. подвергать испытанию чей-л. характер; ὀ. νοσοῦσα Aesch. мятущаяся душа; ἀστυνόμοι ὀργαί Soph. общественные склонности, гражданственность; ὀργὴν ἄκρος Her. пылкого нрава, вспыльчивый; σύντροφοι ὀργαί Soph. природные наклонности; ὀργὰς ἐπιφέρειν τινί Thuc. угождать кому-л.;
2 раздражение, гнев, злоба (ἡμέρα τῆς ὀργῆς NT): ὀργὴν ποιεῖσθαί τινι Thuc., ἐν ὀργῇ ποιεῖσθαι (или ἔχειν) τινά Dem.; δι᾽ ὀργῆς ἔχειν τινά Thuc. или ὀργὴν ἔχειν πρός τινα Isocr. и εἴς τινα Soph. быть в гневе, сердиться, негодовать на кого-л.; ὀργὴν или ὀργὰς ἐμποιεῖν τινι Plat. возбуждать чей-л. гнев, раздражать кого-л.; ὀργῇ Soph., δι᾽ ὀργήν Aesch., δι᾽ ὀργῆς Thuc., ἐξ ὀργῆς или πρὸς и κατ᾽ ὀργήν Soph., μετ᾽ ὀργῆς Plat., μετὰ τῆς ὀργῆς Dem., ὀργῆς ὕπο и ὀργῆς χάριν Eur. в гневе, в злобе, в раздражении; δι᾽ ἑτέραν ὀργήν Lys. вследствие гнева на кого-нибудь; ἀδικημάτων ὀ. Lys. раздражение за (причиненные) обиды; οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν NT не только за страх (точнее из-за страха перед гневом), но и за совесть.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργή: ἡ, φυσικὴ τάσις ἢ διάθεσις καὶ ὁρμὴ (ἴδε ἐν λ. ὀργάω)· ἡ κρᾶσις ἢ ἰδιοσυγκρασία τινός, διάθεσις, ἦθος, χαρακτήρ, αἰσθήματα, καρδία, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 302, πρβλ. Θέογν. 98. 214, 958, κτλ.· οὕτω, μείλιχος, γλυκεῖα ὀργὴ Πινδ. Π. 9. 76· εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ παρμένων αὐτόθι 1. 173· ὀργῆς τραχύτης Αἰσχύλ. Πρ. 80· ὠμή, ἀτέραμνος ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 187, Πρ. 190, κτλ.· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, νοσούσης διαθέσεως, αὐτόθι 378 [ὁ Στοβ. σ. 171 ἀνεγίνωσκεν: ὀργῆς ματαίας, ὁ Πλούτ. καὶ ὁ Εὐστ. ψυχῆς νοσούσης]· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205, Πινδ. Ι. 5. 44 (4. 38)· ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι Πινδ. Π. 2. 141· κνωδάλων ἔχοντες ὀργὰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 763· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, κοινωνικαὶ διαθέσεις, Σοφ. Ἀντ. 354 (πρβλ. σύντροφος 3)· ὀργαὶ νήπιοι Εὐρ. Τρῳ. 53· - ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, διεπειρᾶτο αὐτῶν τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς Ἡρόδ. 6. 128· οὐ τῇ αὐτῇ ὀργῇ ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν τῷ ἔργῳ πράσσοντας Θουκ. 1. 140· τῇ ὀργῇ ... χαλεπῇ ἐχρῆτο αὐτόθι 130· ὀργὰς ἐπιφέρω τινί, προσαρμόζω τὴν διάθεσίν μου εἰς τὴν διάθεσιν ἑτέρου, Λατ. morigerari alicui, ὁ αὐτ. 8. 83· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῦν ὁ αὐτ. 3. 82· τὴν τῶν πολλῶν ... ξυνιόντων ὀργὴν ... σοφίαν ἡγούμενος Πλάτ. Πολ. 493D. ΙΙ. πάθος, ὀργή, θυμός, ὀργῇ χρέεσθαι (Ἀττ. χρῆσθαι), ὀργίζεσθαι, Ἡρόδ. 6. 85, Σοφ. Ο. Κ. 1241· ὀργὴν ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 25· εἰ ..., Θουκ. 4. 122· ὀργῇ χάριν δοῦναι Σοφ. Ο. Κ. 855· ὀργῇ εἴκειν, χαρίζεσθαι Εὐρ. Ἑλ. 80, Ἀποσπ. 31· ὀργὴν ἔχειν τινὶ ἢ πρός τινα Ἀριστοφ. Εἰρ. 659, Ἰσοκρ. 6C· δι’ ὀργῆς ἔχειν τινὰ Θουκ. 5. 46· ἐν ὀργῇ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὁ αὐτ. 2. 65, Δημ. 14. 2· τίθεσθαί τι εἰς ὀργὴν ὁ αὐτ. 273. 18· εἰς ὀργὴν πεσεῖν Εὐρ. Ὀρ. 696, κτλ.· ὀργῇ περιπίπτειν Δημ. 1470. 25· ἀλλά, ἀνιέναι τῆς ὀργῆς, ὀργὴν χαλᾶν, μετριάζειν τὴν ὀργήν, ἡσυχάζειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 700, Σφ. 727· ὀργὴν στορέσαι, καθησυχάσαι, Αἰσχύλ. Πρ. 190· ὀργὴν κατέχειν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 59 ὀργῆς κρατεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· ὀργὴν ἐμποιεῖν τινι, ποιεῖν τινα ὀργίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ὀργῆς τυγχάνω, γίνομαι δεκτὸς μετ’ ὀργῆς, Δημ. 571. 11, κτλ.· ὀργὴν ἄκρος, ἔχων προδιάθεσιν εἰς ὀργήν, ὡς τὸ ἀκράχολος, Ἡρόδ. 1. 73· - ἐν τῷ πληθ., ὀργὰς ἀφιέναι Αἰσχύλ. Πρ. 315· φαίνειν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 326 κ. ἀλλ. 2) Ἐπίρρ. χρήσεως: ὀργῇ, ἐν ὀργῇ, «μὲ θυμόν», Ἡρόδ. 1. 61, 114, Σοφ. Ο. Τ. 405, κτλ.· ὀργᾷ περιόργῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 216 (λυρ.)· οὕτω, δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 807, Θουκ. 2. 11· δι’ ὀργὴν Αἰσχύλ. Εὐμ. 981· ἐξ ὀργῆς Σοφ. Ἀντ. 766· κατ’ ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 933, κτλ.· μετ’ ὀργῆς Ἰσοκρ. 19C, Πλάτ. Ἀπολ. 34C· μετὰ τῆς ὀργῆς Δημ. 539. 11· πρὸς ὀργὴν Σοφ. Ἠλ. 369, Ἀριστοφ. Βάτρ. 844· ὀργῆς χάριν, ὀργῆς ὕπο Εὐρ. Ἀνδρ. 688, Ι. Α. 353. 3) μετὰ γεν., Πανὸς ὀργαί, πανικὸς φόβος (δηλ. τρόμος ὃν ἐγείρει ἡ ὀργὴ τοῦ Πανός), Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1140· - ἀλλά, β) μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ὀργή τινος, ὀργὴ ἐναντίον προσώπου ἢ πράγμ., Σοφ. Φιλ. 1308, Λυσ. 107. 1., 122. 3· ἀπύρων ἱερῶν ὀργάς, ὀργὴν πρὸς ἢ ἕνεκα τῶν .., Αἰσχύλ. Ἀγ. 70. - Οὔτε ἡ λέξις ὀργὴ οὔτε τὸ ῥῆμα ὀργάω ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρῳ, ὅστις μεταχειρίζεται τὸ θυμὸς ἀντὶ τοῦ ὀργή· παρ’ Ἡσιόδ. μόνον ἅπαξ· ἀλλὰ συχν. παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἐλεγ. καὶ Λυρικ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ Ἀττ. πεζογράφοις.
English (Strong)
from ὀρέγομαι; properly, desire (as a reaching forth or excitement of the mind), i.e. (by analogy), violent passion (ire, or (justifiable) abhorrence); by implication punishment: anger, indignation, vengeance, wrath.
English (Thayer)
ὀργῆς, ἡ (from ὀργάω to teem, denoting an internal motion, especially that of plants and fruits swelling with juice (Curtius, § 152); cf. Latin turgere alicui for irasci alicui in Plautus Cas. 2,5, 17; Most. 3,2, 10; cf. German arg, Ärger), in Greek writings from Hesiod down "the natural disposition, temper, character; movement or agitation of soul, impulse, desire, any violent emotion," but especially (and chiefly in Attic) anger. In Biblical Greek anger, wrath, indignation (on the distinction between it and θυμός, see θυμός, 1): μετ' ὀργῆς, indignant (A. V. with anger), χωρίς ὀργῆς, anger exhibited in punishing, hence, used for the punishment itself (Demosthenes or. in middle § 43): of the punishments inflicted by magistrates, διά τήν ὀργήν, i. e. because disobedience is visited with punishment, ὀργή attributed to God in the N.T. is that in God which stands opposed to man's disobedience, obduracy (especially in resisting the gospel) and sin, and manifests itself in punishing the same: ἡ ὀργή, Winer's Grammar, 594 (553)); σκεύη ὀργῆς, vessels into which wrath will be poured (at the last day), explained by the addition κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν, ἡ μελλουσα ὀργή, which at the last day will be exhibited in penalties, ἡ ὀργή ἡ ἐρχομένη, ἡμέρα ὀργῆς, the day on which the wrath of God will be made manifest in the punishment of the wicked (cf. Winer's Grammar, § 30,2a.), ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ (ἡμέρα, 3at the end); ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τινα, the wrath of God cometh upon one in the infliction of penalty (cf. Winer's Grammar, § 40,2a.), T Tr WH omit; L brackets ἐπί etc.); ἔφθασε (ἔφθακεν L text WH marginal reading) ἐπ' αὐτούς ἡ ὀργή, ἡ ὀργή passes over into the notion of retribution and punishment, τέκνα ὀργῆς, men exposed to divine punishment, εἰς ὀργήν, unto wrath, i. e. to undergo punishment in misery, ὀργή is attributed to Christ also when he comes as Messianic Judges, Sept. for עֶבְרָה, wrath, outburst of anger, זַעַם, חֵמָה, חָרון, קֶצֶף, etc.; but chiefly for אַף.) Cf. Ferd. Weber, Vom Zorne Gottes. Erlang. 1862; Ritschl, Die christl. Lehre v. d. Rechtfertigung u. Versöhnung, ii., p. 118ff.
English (Slater)
ὀργά (-ά, -ᾷ, -άν, -αί, -αῖς, -άς.)
a temper, disposition pl., feelings, impulses (v. Illig, 38̆{1}) εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων (P. 1.89) ὑποφάτιες ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) “ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δ' ὀργὰν codd., Schr.: τοῦ δ' ἄῤ ὀργὰν Rauchenstein) (N. 5.32) εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (sc. τις; toto pectore, Schr.: ἀρετὰ κατατάκει coni. Beattie) (I. 1.41) μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (= ὅσῳ γλυκυτέραν ὀργάν) (I. 2.35) ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (sc. ἀνυμνοῦνται) (I. 5.34) τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς (I. 6.14) Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων frenzy Δ. 2. 20. [
b dub., ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia coni.) (P. 6.50) ]
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀργή)
έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση
νεοελλ.
φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» — συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ
β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» — μεγάλη καταστροφή, θεομηνία
γ) «φωνή λαού, οργή θεού» — όταν ο λαός εξεγείρεται η δύναμή του είναι ακατανίκητη
δ) «στην οργή του θεού» ή «άντε στην οργή» — λέγεται ως κατάρα
ε) «να πάρει η οργή» — λέγεται ως έκφραση αγανάκτησης
αρχ.
1. φυσική τάση ή διάθεση
2. ήθος, χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία («ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι», Αισχύλ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) ὀργῇ
με θυμό, οργισμένα
4. φρ. α) «ἐπιφέρω ὀργάς τινι» — προσαρμόζω τη διάθεση μου στη διάθεση κάποιου
β) «ἀνίημι τῆς ὀργῆς» ή «ὀργὴν χαλῶ» — μετριάζω τον θυμό μου, ηρεμώ
γ) «ὀργὴν κατέχω» ή «ὀργῆς κρατῶ» — συγκρατώ τον θυμό μου
δ) «ὀργῆς τυγχάνω» — γίνομαι δεκτός με αγανάκτηση
ε) «Πανὸς ὀργαί» — αιφνίδιος φόβος τον οποίο διεγείρει η οργή του Πανός στα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει αναχθεί σε ΙΕ ρίζα werg- / worg- «φουσκώνω από οργή, δύναμη» και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. ūrjā «τροφή, σθένος, ανδρεία». Η εξέλιξη στη σημ. του ὀργή από «φυσική διάθεση, ιδιοσυγκρασία» σε «βίαιη συμπεριφορά, θυμός» παρατηρείται και στο αρχ. ιρλδ. ferc «θυμός». Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. ὀργή έχει προέλθει με συγκοπή από τ. ὀρ(ο)γά (< ὀρέγω «εκτείνω, απλώνω» και «επιθυμώ πολύ»). Η λ. ὀργή με αρχική σημ. «φυσική διάθεση, χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία» εξελίχθηκε στη σημ. «βίαιη συμπεριφορά, αγανάκτηση, θυμός» και μ' αυτή τη σημ. χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική. Η χρησιμοποίηση, εξάλλου, της λ. ὀργή στα παράγωγα ὀργῶ και ὀργάς με τις σημ. «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός», αντίστοιχα, με τη σημ. τών εργασιών που εκτελεί ο γεωργός για να βελτιώσει και να αυξήσει την παραγωγικότητα του εδάφους, οδήγησε στην παρετυμολογική σύνδεση της οικογένειας τών ὀργή, ὀργῶ, ὀργάς (πρβλ. και οργώνω) με την οικογένεια τών ἔργο, ἔρδω. Η λ. ὀργή, τέλος, διακρίνεται από τη λ. χόλος που έχει και τη σημ. της πικρίας, της λύπης, της μνησικακίας, η οποία δεν χαρακτηρίζει την ὀργή. Η ὀργή επίσης διαφέρει σημασιολογικά και από τη συνώνυμή της λ. θυμός στο ότι η τελευταία καλύπτει ένα ευρύτερο σημασιολογικό πεδίο από την πρώτη (βλ. λ. θυμός).
ΠΑΡ. οργίζω, οργίλος, οργώ
αρχ.
οργαίνω
νεοελλ.
όργητα, οργώνω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. άνοργος, δύσοργος, εύοργος, νέοργος, περιοργής, φιλοργής.
Greek Monotonic
ὀργή: ἡ,
I. φυσική ροπή ή κλίση, χαρακτήρας κάποιου, ιδιοσυγκρασία, προδιάθεση, φύση, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.· ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι, σε Πίνδ.· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, οι διαθέσεις της κοινωνίας, σε Σοφ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῦν, σε Θουκ. κ.λπ.
II. 1. πάθος, εμπάθεια, θυμός, οργή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὀργῇ χάριν δοῦναι, σε Σοφ.· ὀργῇ εἴκειν, σε Ευρ.· δι' ὀργῆς ἔχειν τινά, σε Θουκ.· ἐν ὀργῇ ἔχειν ή ποιεῖσθαί τινα, στον ίδ. κ.λπ.
2. επιρρ. χρήσεις, ὀργῇ, με θυμό, σε κατάσταση θυμού, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, δι' ὀργῆς, ἐξ ὀργῆς, κατ' ὀργήν, σε Σοφ.· μετ' ὀργῆς, σε Πλάτ.
3. Πανὸς ὀργαί, κρίσεις πανικού (δηλ. έντονες φοβίες σταλμένες από τον Πάνα), σε Ευρ.· αλλά, ὀργή τινος, οργή εναντίον κάποιου ή προς κάτι, σε Σοφ.· ἱερῶν ὀργάς, οργή έναντι ή εξαιτίας των ιερών τελετουργιών, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: psychical drive, propensity, character, (strong) emotion, passion, wrath (h. Cer. 205, Hes. Op.304; on the meaning Marg Charakter 13 f., cf. Diller Gnomon 15, 597).
Compounds: As 2. member in ἄν-, δύσ-, εὔ-οργος (Cratin., S.), analog. enlarged in ἀν-, δυσ-, εὑ-όργ-ητος (Hp., Gorg., Th.; cf. ἄνο-ος : ἀνό-ητος a.o.) with -ησία f. (Hp., E.), with transference to the σ-stems e.g. περι-οργής (Th.).
Derivatives: ὀργ-ίλος irascible (Hp., X., D., Arist.) with -ιλότης f. (Arist., Plu.). -- Besides, prob. as denomin., ὀργάω, rarely w. ἐξ- a.o., mostly pres. to bristle, swell with nourishing liquids and juice (of the earth and of fruits), to bristle with, to be full of lust and desire (of men), to desire strongly (IA.) with derivv.: 1.νέ-οργος freshened (γῆ, Thphr.; backformation); 2. ἐξόργησις f. stong desire (Herm. in Phdr.); 3. ὀργητύς ὀργή H.; 4. ὀργασμός f. orgasm (sch. Hp.), after σπασμός a.o. -- Further from ὀργή in the sense of wrath : 1. ὀργίζομαι to be angry, also -ίζω to make angry, not seldom w. prefix, e.g. συν-, δι-, ἐξ-, παρ-, περι-, (Att.) with παροργ-ισμός m., -ισμα n. provocation, wrath (LXX, Ep. Eph.); 2. ὀργαίνω to make, to be wrathful (S., E.). -- From ὀργάω (if not from ὀργή or an older root-noun, s.bel.) also ὀργάς, -άδος f. luxuriously fertile (earth, marsh) (Att.); on the formation Schwyzer 508, Chantraine Form. 351 a. 356.
Origin: IE [Indo-European] [1169] *u̯e/or(H)ǵ- swell of juice, strength, anger
Etymology: With ὀργή agrees formally exactly Skt. ūrjā́ f. nourishment, strength (on the phonetics Schwyzer 363), which however was enlarged from older ū́rj- id. (Wack.-Debrunner II: 2, 260f.); the formal identity of ὀργή and ūrjā́ is therefore secondary. Semantically ūrj(ā́) fits much better to ὀργάω, which preserved the original concrete meaning. The same transference to the psychological area as ὀργή shows OIr. ferc f. rage (IE *e). WP. 1, 289 w. lit., Pok. 1169, Mayrhofer 1,116, Dehò Ist. Lomb. 91, 372f.; older lit. also in Bq. The Skt. form seems to require *u̯rHg-, but this has not been definitely solved. -- After Specht KZ 59, 80 "first to ἔρδω"; for semantic influence of ἔργον on ὀργή (S. Ant. 355) and ὀργάς etc. Tovar Emer. 10, 228ff.
2.
Grammatical information: f.
Meaning: difficult word in Herond. IV 46; perhaps adj. opposed to βέβηλος. Cf. V. Schmidt, Sprach. Unters. zu Herondas 109-114, who thinks that the subst. supposed is γυνή rather than γῆ; it could mean initiated and belong to ὄργια.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain.
Middle Liddell
ὀργη, ἡ,
I. natural impulse or propension: one's temper, temperament, disposition, nature, Hes., Theogn., etc.; ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι Pind.; ὀργαὶ ἀστυνόμοι social dispositions, Soph.; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῦν Thuc., etc.
II. passion, anger, wrath, Hdt., Soph., etc.; ὀργῇ χάριν δοῦναι Soph.; ὀργῇ εἴκειν Eur.; δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Thuc.; ἐν ὀργῇ ἔχειν or ποιεῖσθαί τινα Thuc., etc.
2. Adverbial usages, ὀργῇ, in anger, Hdt., etc.; so, δι' ὀργῆς, ἐξ ὀργῆς, κατ' ὀργήν Soph.; μετ' ὀργῆς Plat.
3. Πανὸς ὀργαί panic fears (i. e. terrors sent by Pan), Eur.:—but, ὀργή τινος anger against a person or at a thing, Soph.; ἱερῶν ὀργάς wrath at or because of the rites, Aesch.
Frisk Etymology German
ὀργή: {orgḗ}
Grammar: f.
Meaning: ‘seelischer Trieb, Sinnesart, Charakter, (heftige) Gemütsbewegung, Leidenschaft, Zorn’ (seit h. Cer. 205, Hes. Op.304; zur Bed. Marg Charakter 13 f., wozu Diller Gnomon 15, 597);
Composita : als Hinterglied in ἄν-, δύσ-, εὔοργος (Kratin., S. u.a.), analogisch erweitert in ἀν-, δυσ-, εὐόργητος (Hp., Gorg., Th. u.a.; vgl. ἄνοος : ἀνόητος u.a.) mit -ησία f. (Hp., E.), mit Umbiegung in die σ-Stämme z.B. περιοργής (Th. u.a.).
Derivative: Davon ὀργίλος jähzornig (Hp., X., D., Arist. u.a.) mit -ιλότης f. (Arist., Plu.). — Daneben, wohl als Denominativum, ὀργάω, selten m. ἐξ- u.a., meist Präs. von ernährender Feuchtigkeit und Saft strotzen, schwellen (vom Erdboden u. von Früchten), von Lust und Begierde strotzen, erfüllt sein (von Männern), heftig verlangen (ion. att.) mit Ableitungen: 1. νέοργος neu erfrischt (γῆ, Thphr.; Rückbildung); 2. ἐξόργησις f. heftiges Verlangen (Herm. in Phdr.); 3. ὀργητύς· ὀργή H.; 4. ὀργασμός f. Orgasmus (Sch. Hp.), nach σπασμός u.a. —Außerdem von ὀργή im Sinn von Zorn : 1. ὀργίζομαι zürnen, auch -ίζω in Zorn versetzen, nicht selten m. Präfix, z.B. συν-, δι-, ἐξ-, παρ-, περι-, (att.) mit παροργισμός m., -ισμα n. Anreizen zum Zorn, das Zürnen (LXX, Ep. Eph.); 2. ὀργαίνω zornig machen, zürnen (S., E.). — Von ὀργάω (wenn nicht von ὀργή bzw. von einem älteren Wz.nomen, s.u.) auch ὀργάς, -άδος f. üppig fruchtbarer Erdboden, Marschland, Au (att.); zur Bildung Schwyzer 508, Chantraine Form. 351 u. 356.
Etymology : Mit ὀργή deckt sich formal genau aind. ūrjā́ f. Nahrung, Kraftfülle (zum Lautlichen Schwyzer 363), das indessen aus älterem ū́rj- ib. erweitert ist (Wack.-Debrunner II: 2, 260f.); die formale Identität von ὀργή und ūrjā́ ist somit sekundär. Semantisch paßt ūrj(ā́) weit besser zu ὀργάω, das die ursprüngliche konkrete Bedeutung bewahrt hat. Dieselbe Übertragung auf das seelische Gebiet wie ὀργή zeigt air. ferc f. Zorn (idg. e). WP. 1, 289 m. Lit., Pok. 1169, Mayrhofer 1,116, Dehò Ist. Lomb. 91, 372f.; ältere Lit. auch bei Bq. — Nach Specht KZ 59, 80 "am nächsten zu ἔρδω"; für semantischen Einfluß von ἔργον auf ὀργή (S. Ant. 355) und ὀργάς usw. Tovar Emer. 10, 228ff.
Page 2,411
Chinese
原文音譯:Ñrg» 哦而給
詞類次數:名詞(39)
原文字根:憤怒 相當於: (חֵמָא / חָמָה / חֵמָה) (חָרָה)+ (אַף / אַפַּיִם) (קָצַף)
字義溯源:意欲,激烈情感,憎恨,怒,怒氣,忿怒,震怒,惱恨,憤怒,刑罰;源自(ὀρέγω)*=伸展)。這字使用近40次,有一半以上是說到神審判的忿怒。因為信子的人有永生,不信子的人得不著永生,神的震怒常在他身上( 約3:36)。參讀 (ἀγανάκτησις)同義字
出現次數:總共(36);太(1);可(1);路(2);約(1);羅(12);弗(3);西(2);帖前(3);提前(1);來(2);雅(2);啓(6)
譯字彙編:
1) 忿怒(22) 太3:7; 路3:7; 羅1:18; 羅2:5; 羅2:8; 羅4:15; 羅5:9; 羅9:22; 羅9:22; 羅12:19; 弗4:31; 弗5:6; 西3:6; 帖前1:10; 帖前2:16; 帖前5:9; 提前2:8; 來3:11; 啓6:16; 啓6:17; 啓11:18; 啓14:10;
2) 怒(5) 可3:5; 羅3:5; 來4:3; 啓16:19; 啓19:15;
3) 刑罰(2) 羅13:4; 羅13:5;
4) 忿怒的(2) 羅2:5; 弗2:3;
5) 震怒(2) 路21:23; 約3:36;
6) 怒氣(1) 雅1:20;
7) 惱恨(1) 西3:8;
8) 動怒(1) 雅1:19
English (Woodhouse)
anger, mood, rage, fit of anger
Mantoulidis Etymological
(=ὁρμή, θυμός). Πιθανόν ἀπό τό ὀρέγω· ἄλλοι τό συνάπτουν πρός τό λατ. urgeo, τό ὀρθός ἤ τό ὑγρός.
Παράγωγα: ὀργάζω (=μαλακώνω), ὀργασμός, ὀργάω -ῶ, ὀργίζω (παθ.=θυμώνω), ὀργίλος (=εὐερέθιστος), ὀργιστέον, ὀργιστικός, ὀργαίνω (=ἐξοργίζω κάποιον), εὐόργητος.
Lexicon Thucydideum
ira, anger, 1.38.5, 1.92.1, 1.130.2, 1.140.1. 2.11.7, 2.60.1, 2.65.1, 2.7.8. 3.36.2, 3.38.1, 3.42.1. 3.43.5. 3.44.4, 3.84.1. 3.84.2. 4.122.5, 5.63.2, 6.17.1, 8.27.6,
PLUR. 3.82.2, 3.85.1, 8.83.3,
iracunde, angrily, 1.31.1, 2.22.1, 2.85.2, 3.45.4, 5.70.1,
VII. 5.68.1,
per iram, in anger, 2.11.4, 6.57.3, 8.43.4, 8.56.4,
iratum esse, to be angry, 2.8.5, [ἐν in libris deest is lacking in the texts]. 2.18.5, 2.21.3, 2.65.3.
idem, the same 2.37.2, 2.64.1, 5.29.2, 5.46.5.
Translations
anger
Afrikaans: drif, toorn, kwaadheid; Aghwan: 𐔼𐕔𐕒𐕡𐕎; Albanian: inat, zemërim, mëri, mnia; Amharic: ቁጣ; Arabic: غَضَب; Egyptian Arabic: نرفزه; Argobba: ቁሻ; Armenian: զայրույթ, բարկություն, ջղայինություն; Assamese: খং; Avar: цим; Azerbaijani: hirs, hiddət, qeyz, qəzəb; Bashkir: асыу; Basque: haserre; Belarusian: гнеў, злосць; Bengali: রাগ; Bikol Central: dagit; Bulgarian: гняв, яд; Catalan: ira, còlera, ràbia, enfat, enuig; Cebuano: kasuko, kapungot; Chinese Mandarin: 發怒/发怒, 忿怒, 火氣/火气, 怒氣/怒气; Cornish: anger, coler, sorr; Czech: vztek, hněv, zlost; Danish: vrede; Dutch: boosheid, woede; Esperanto: kolero; Estonian: viha; Ewe: dzibibi, dzikukpɔkpɔ; Finnish: viha, suuttumus; French: colère, ire, courroux, rage, fureur; Galician: cabuxo, oura, carraxe, asaño, refusía, rebinxe; Georgian: ბრაზი, წყრომა; German: Ärger, Zorn, Wut, Groll, Ingrimm, Grimm, Furor, Jähzorn; Greek: οργή, θυμός, τσαντίλα; Ancient Greek: ἀνυπερθεσία, ἀποθηρίωσις, δυσχερασμός, δυσχέρεια, ἐγκότησις, ἐνθύμιον, θυμός, κότος, μελαγχολία, μελαγχολίη, μένος, μηνίαμα, μήνιμα, μῆνις, μήνισμα, ὀργά, ὀργή, παροργισμός, σκυσμός, χολή, χόλος, ὠδυσίη; Haitian Creole: kòlè; Hebrew: כַּעַס; Hindi: क्रोध, ग़ुस्सा; Hittite: 𒋼𒀀𒁲𒈪𒅀𒊍; Hungarian: harag, düh; Icelandic: reiði; Ido: iraco; Indonesian: amarah; Irish: fearg; Old Irish: ferg; Italian: ira, rabbia, collera; Japanese: 怒り, 忿怒, 怒気; Kannada: ಕೋಪ; Kazakh: ашу, қаһар, зығырдан, зығыр; Khmer: កំហឹង; Korean: 성, 분노(憤怒); Kurdish Central Kurdish: تووڕەیی; Kyrgyz: ачуу, каар; Ladin: sënn; Latgalian: sirdeigums, sirdeiba, dusme, špetneiba; Latin: ira; Latvian: piktums, dusmas; Lithuanian: pyktis; Luxembourgish: Ierger; Macedonian: лутина, гнев; Malay: kemarahan; Malayalam: ദേഷ്യം, കോപം, ക്രോധം; Maori: whakatuma, hīnawanawa, hīkaka; Middle English: anger; Mongolian Cyrillic: уур хилэн; Neapolitan: raggia; Nepali: रिस; Norwegian: sinne; Occitan: ira, colèra, ràbia; Old Church Slavonic Cyrillic: гнѣвъ; Old English: ierre; Old French: ire; Oromo: aarii; Ottoman Turkish: اوفكه; Persian: خشم, غضب; Plautdietsch: Spiet; Polish: złość, gniew, wkurw; Portuguese: raiva, ira; Quechua: phiña; Romanian: furie, mânie, enervare; Russian: гнев, злость, злоба; Sanskrit: कोप, क्रोध, इरस्; Scots: angir; Scottish Gaelic: fearg, corraich; Serbo-Croatian Cyrillic: љутња, гне̑в, гње̑в, гнив; Latin: ljútnja, gnȇv, gnjȇv, gniv; Slovak: hnev, zlosť; Slovene: jeza, gnev; Spanish: ira, enfado, enojo, rabia, cólera; Swedish: ilska; Tagalog: galit; Tajik: хашм, ғазаб; Tamil: கோபம்; Telugu: కోపం; Thai: วิโรธ; Tocharian B: tremi; Turkish: öfke, kızgınlık, hiddet; Ukrainian: гнів, злість; Urdu: غصہ; Uyghur: غەزەپ; Uzbek: gʻazab; Vietnamese: mối giận, sự tức giận; Welsh: bâr; West Frisian: grime; Yiddish: רוגז, רוגזה, ירגזון