missilis, Glossaria.
εὔπεμπτος: -ον, ὁ εὐκόλως πεμπόμενος, Γλωσσ.
εὔπεμπτος, -ον (Α)αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)].