εὔσως

English (LSJ)

ων, = εὔσοος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1101] (s. σῶς), = εὔσοος, acc. plur., Bato Ath. III, 103 (V. 10).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσως: -ων, = εὔσοος, ὄ ἴδε.

Greek Monolingual

εὔσως, -ων (Α)
ο εύσοος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σως (< σόος, ιων. τ. του σώος].