-εως, ἡ, worse form of εὕρεσις, Apollod.3.3.1.
[Seite 1092] ἡ, = εὕρεσις, Sp.
εὕρησις: -εως, ἡ, τύπος ἀδόκιμος ἀντὶ εὕρεσις, Λοβέκ. ἐν Φρυν. 446.
εὔρησις, ἡ (Α)εύρεση.