εὕρεσις

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὕρεσις Medium diacritics: εὕρεσις Low diacritics: εύρεσις Capitals: ΕΥΡΕΣΙΣ
Transliteration A: heúresis Transliteration B: heuresis Transliteration C: eyresis Beta Code: eu(/resis

English (LSJ)

εὑρέσεως, ἡ,
A a finding, discovery, Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις Men.Epit.102.
II of writings, invention, conception, παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. χρῆσις, D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form εὕρησις selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.

French (Bailly abrégé)

εὑρέσεως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὕρεσις: εὑρέσεως ἡ нахождение, обнаруживание (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὕρεσις) ευρίσκω
1. το να βρίσκει, να ανακαλύπτει κάποιος μετά από έρευνα και αναζήτηση ή τυχαία κάτι (α. «η εύρεση τών καταζητουμένων» β. «η εύρεση δέματος με χρήματα» γ. «η εύρεση του σφάλματος»)
2. επισήμανση ή ανεύρεση, μετά από έρευνα, τών απαραίτητων στοιχείων για λύση προβλήματος, για καταρτισμό αγόρευσης κ.λπ.)
(νεοελλ. εφεύρεση
μσν.-αρχ.
1. ραδιουργία, μηχανορραφία
2. επινόηση, μύθευμα
αρχ.
1. αναλυτικός κατάλογος, πίνακας
2. ερμηνεία.

Greek (Liddell-Scott)

εὕρεσις: εὑρέσεως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, ἀνακάλυψις, Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, ἐπίνοια νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι παρασκευή), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. εὕρησις.

Greek Monotonic

εὕρεσις: εὑρέσεως, ἡ (εὑρεῖν), εύρεση, ανακάλυψη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὕρεσις, εὑρέσεως εὑρεῖν
a finding, discovery, Plat.

English (Woodhouse)

discovery, act of invention

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)