ζάημι

English (LSJ)

= διάημι, part. ζαέντες, Hsch.: 3sg. ζάει Id.: but

Greek (Liddell-Scott)

ζάημι: διάημι, μετοχὴ ζαέντες, Ἡσύχ.· γ’ ἑνικ. ζάει αὐτόθι.

Greek Monolingual

ζάημι (Α)
αιολ. τ. του διάημι.