= διάημι, part. ζαέντες, Hsch.: 3sg. ζάει Id.: but
ζάημι: διάημι, μετοχὴ ζαέντες, Ἡσύχ.· γ’ ἑνικ. ζάει αὐτόθι.
ζάημι (Α)αιολ. τ. του διάημι.