ζαμενός

English (LSJ)

ή, όν, = ζαμενής.

Greek Monolingual

ζαμενός, -ή, -όν (Α)
μτγν. τ. του ζαμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ζαμενής.