ζαμενής
English (LSJ)
ζαμενές, (μένος) poet. Adj. very strong, mighty, raging, h.Merc.307 (in Sup. ζαμενέστατε); Κένταυρος, ἅλιος, Pi.P.9.38, N.4.13, cf. Sammelb. 5829.8: once in Trag., ζαμενὴς λόγος = word of violence or enmity, S.Aj.137 (anap.); also in late Ep., ζαμενὴς χόλος Opp.C.3.448: neut. as adverb, ἐπὶ ζαμενὲς κοτέουσα Nic.Th.181:—in form ζᾰμενός, ζαμενή, ζαμενόν, Orac. ap. Porph.Plot.22 codd., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1136] ές (μένος), sehr kräftig, mutig; ζαμενέστατε H. h. Merc. 307. Oft bei Pind., z. B. Κένταυρος P. 9, 39; ἥλιος N. 4, 13 i Schol. ξηραντικός); λόγος Soph. Ai. 137, heftig; so öfter bei sp. D., χόλος Opp. C. 3, 448 (wo früher ein Wort ζαμενήχολος stand); ζαμενὲς κοτέειν Nic. Th. 181.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
hostile, ennemi.
Étymologie: ζα-, μένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαμενής -ές [ζα-, μένος] heftig, krachtdadig:. ζαμενὴς λόγος heftige woorden Soph. Ai. 137.
Russian (Dvoretsky)
ζᾰμενής:
1 гневный, грозный (θεῶν ζαμενέστατος HH);
2 злобный, враждебный (λόγος Soph.);
3 бурный, неистовый, необузданный, неукротимый (Κένταυρος, ἥλιος Pind.).
English (Slater)
ζᾰμενής
a inspired especially of those with prophetic gifts. Αἰήτα ζαμενὴς παῖς Medea (P. 4.10) Κένταυρος ζαμενής (P. 9.38) ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων (N. 3.63) ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος Σιληνός (v. Aelian., V. H. 3. 18.) fr. 156.
b strong, fierce of things. εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Pae. 8.64) τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.
c frag. ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ ]τυρανν[ fr. 169. 35.
Greek Monolingual
ο (Α ζαμενής, -ές, ποιητ. επίθ.)
1. πολύ ανδρείος, πολύ δυνατός, ορμητικότατος
2. βίαιος, δυσμενής («ζαμενής λόγος», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ζαμενές
με ανδρεία, δυνατά
νεοελλ.
ζωολ. ζαμενής ως ουσ. το φίδι δεντρογαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -μενής (< μένος) πρβλ. δυσμενής, ευμενής. Ο επιστημον. όρος ζαμενής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zamenis (< ζα-μενής)].
Greek Monotonic
ζᾰμενής: -ές (μένος), ποιητ. επίθ., πολύ δυνατός, ισχυρός, ορμητικός, παράφορος, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰμενής: -ές, (μένος) ποιητ. ἐπιθ., λίαν ἰσχυρός, δυνατός, ὁρμητικός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 307 (ἐν τῷ ὑπερθ. ζαμενέστατε)· ἀκολούθως συχν. παρὰ Πινδ. (ζαμ. Κένταυρος, ἥλιος Π. 9. 64, Ν. 4. 22), καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ. ὡς ζ. χόλος Ὀππ. Κ. 3. 448· ἅπαξ παρὰ Σοφ., ζ. λόγος, λόγος βίαιος, δυσμενής, Αἴ. 137· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ ζαμενές κοτέουσα Νικ. Θ. 181.
Middle Liddell
ζᾰ-μενής, ές μένος
poet. adj. very strong, mighty, raging, Hhymn., Pind.