ζαμιοργία

English (LSJ)

Elean for δημιουργία, Schwyzer 409.6 (vi B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ζαμιοργία: ἡ, = δημιουργία, Ἐπιγρ. Ὀλυμπ. Arch. Zeit. 1879 σ. 47.

Greek Monolingual

ζαμιοργία, ἡ (Α)
επιγρ. δημιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελεατικός τ. για το δημιουργία.