ζαρκάδι

Greek Monolingual

και ζαρκάδι, το (Μ ζαρκάδι και ζαλκάδι)
ζώο μηρυκαστικό της οικογένειας τών αντιλοπιδών, που μοιάζει με το ελάφι αλλά είναι πιο μικρόσωμο, η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζορκάδ-ιον που είναι υποκορ. του μτγν. τ. ζορκάς < αρχ. δορκάς.