ζαφείρι

Greek Monolingual

το (Μ ζαφείριν και σαφείρι)
1. είδος πολύτιμου λίθου, σάπφειρος
2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή που έχει το χρώμα του («τα ζαφείρια τών ματιών της», Νιρβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο
< ιταλ. zaffiro < λατ. sapphirus < ελλ. σάπφειρος].