ζευγίον

English (LSJ)

τό, = ζυγόν 111.2, IG11(2).287A51 (iii B.C.),12(5).872.37 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ζευγίον, τὸ (Α)
το λίθινο ανώφλι ή κατώφλι της διπλής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος. Αναφέρεται στα δύο φύλλα της πόρτας].