ζευγελάτης

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,= ζευγηλάτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1137] Hesych. γηπόνος, = ζευγηλάτης, Treiber eines Gespanns, Xen. An. 6, 1, 8, bes. zum Pflügen.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγελάτης: -ου, ὁ, ζευγηλάτης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζευγελάτης, ό (AM)
βλ. ζευγηλάτης.