ζευγηλάτης
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, the driver of a yoke of oxen, teamster, S.Fr.616, X.An.6.1.8, PFay.112.6 (i A.D.), Dialex.7.2: pl., D.S.31.24:—a fem. ζευγηλατρίς, ίδος, S.Fr.878.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
conducteur d'une attelage de chevaux ou de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος, ἐλαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζευγηλάτης -ου, ὁ [ζεῦγος, ἐλαύνω] voerman van een span. Xen. An. 6.1.9.
Russian (Dvoretsky)
ζευγηλάτης: ου (ᾰ) ὁ идущий за запряженным плугом, т. е. землепашец, пахарь Soph., Xen.
Greek Monolingual
ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
βλ. ζευγολάτης.
Greek Monotonic
ζευγηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί ζεύγος βοδιών για να οργώσει τη γη, ζευγολάτης, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν ζεῦγος βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883.
Middle Liddell
ζευγ-ηλᾰ́της, ου, ἐλαύνω
the driver of a yoke of oxen, teamster, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ὁδηγός ζεύγους βοδιῶν). Ἀπό τό ζεῦγος τοῦ ζεύγνυμι + ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρημ. ἐλαύνω καί ζεύγνυμι.