ζευγηλατρίς

English (LSJ)

-ίδος, fem. of ζευγηλάτης, S. Fr. 878.

German (Pape)

[Seite 1137] ίδος, ἡ, fem. zu ζευγηλάτης, Soph. frg. 883.

Russian (Dvoretsky)

ζευγηλατρίς: ίδος ἡ Soph. f к ζευγηλάτης.