ζυγοστασία
English (LSJ)
ἡ, weighing, PGrenf.2.46a8 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1141] ἡ, das Wägen, Tzetz. AH. 267.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοστᾰσία: ἡ, ζύγισις, Τζέτζ. πρὸ Ὁμ. 267.
Greek Monolingual
η (Μ ζυγοστασία) ζυγοστάτης
ζύγισμα, ζυγοστάθμιση.