ζύγισμα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) ζυγίζω
1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση του βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά
2. ευθυγράμμιση
3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας
4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα, προσπάθεια ισορροπίας.