ζύγισμα
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
Greek Monolingual
και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) ζυγίζω
1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση του βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά
2. ευθυγράμμιση
3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας
4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα, προσπάθεια ισορροπίας.