ζυγόδεσμος
English (LSJ)
ὁ, Artem. 2.24, Them. Or. 2.30b, = τό ζυγόδεσμον.
German (Pape)
[Seite 1140] ὁ, der Jochriemen, mit dem das Joch an der Deichsel festgebunden wird, Il. 24, 270; Arr. An. 2, 3, 11; vgl. Poll. 1, 146.
Greek Monolingual
ο (Α ζυγόδεσμος)
το ζυγόδεσμο
αρχ.
μτφ. ο δεσμός της αμαρτίας.