ζωνιαῖος

English (LSJ)

α, ον, as thick as a girdle, πάχος Ath.Mech.38.3.

German (Pape)

[Seite 1143] von der Größe einer ζώνη, πάχος Ath. machin. p. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ζωνιαῖος: -α, -ον, ὅμοιος πρὸς ζώνην, πιθαν. γραφ. ἐν Μαθ. Ἀρχ. 11.

Greek Monolingual

ζωνιαῖος, -α, -ον (Α) ζώνη
όμοιος με ζώνη ἡ που έχει το μέγεθος μιας ζώνης.