ζωοκομία

Greek Monolingual

η
η επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων, το έργο του ζωοκόμου, η ζωοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο-κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδάμ. Κοραή].