ζωοτεχνικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτεχνία
2. φρ. «ζωοτεχνική υπηρεσία» — κρατική υπηρεσία που επιδιώκει την προαγωγή της κτηνοτροφίας.
επίρρ...
ζωοτεχνικά και -ώς
από την άποψη της ζωοτεχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechnical < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [II]) + technical (πρβλ. τεχνικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ραϊνόλδο Δημητριάδη].