ζωόφυτο

Greek Monolingual

και ζώφυτο, το (AM ζῳόφυτον και ζῴφυτον)
ζώο μαζί και φυτό
νεοελλ.
(βιολ.-ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αυξήσεώς τους
αρχ.
το φυτό αείζωον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + φυτό. Ως επιστημ. όρος η λ. είναι αντιδάνεια
πρβλ. αγγλ. zoophyte < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + phyte (πρβλ. φυτό)].