ζύγιον

English (LSJ)

τό, = ζυγόν III.1, ὑπὸ τὰ ζ. Callix. 1, cf. Aq., Sm. Pr.11.1.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, kleine Wage, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιον: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ζυγὸν (ΙΙΙ. 3), ὑπὸ τὰ ζύγια Καλλίξ. παρ’ Ἀθην, 204Β.

Greek Monolingual

το ζυγόν
βλ. ζύγι.