ζύγι
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Greek Monolingual
και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν)
1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά του βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση
2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά
τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή λέμβου
νεοελλ.
1. ποσότητα ομοειδών πραγμάτων που ζυγίζεται μ' ένα ζύγισμα («ένα ζύγι κάρβουνα»)
2. μτφ. η θεία θέληση, η ροπή της τύχης («αν φέρουν οι καιροί που 'ναι στο ζύγι απάνω και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα», Ερωτόκρ.)
3. το μικρό βάρος που αναρτάται από το νήμα της στάθμης, η μολυβήθρα, το βαρίδι
4. στον πληθ. τα ζύγια
α) τα βάρη τών επιμέρους ζυγισμάτων ομοειδών εμπορευμάτων που καθορίζονται σε σταθμά («έχω 100 ζύγια σταφίδα»)
β) τα δύο ή τρία μικρά νήματα με τα οποία ο χαρταετός προσδένεται στο νήμα ανυψώσεως
γ) φρ. (για τελωνειακούς υπαλλήλους) «υπηρετεί στα ζύγια» — υπηρετεί στο τμήμα όπου γίνεται ο έλεγχος του βάρους τών δασμολογούμενων εμπορευμάτων
νεοελλ.-μσν.
1. μικρός ζυγός, πλάστιγγα, ζυγαριά («κρατεί στην χέραν της... το ζύγιν», Ερωτόκρ.)
2. στον πληθ. τα ζύγια
τα σταθμά, διάφορα μέτρα βάρους («ζύγια βενέτικα», «ζύγια πολίτικα», «ζύγια εγγλέζικα» — μέτρα βάρους με βασική μονάδα, αντίστοιχα, τη βενετική, κωνσταντινουπολίτικη ἡ την αγγλική λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύγιον. Από άλλους υποστηρίχθηκε ότι ζύγι < ζυγιάζω ή < ζυγίζω, υποχωρητικός].