ζύγι

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν)
1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά του βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση
2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά
τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή λέμβου
νεοελλ.
1. ποσότητα ομοειδών πραγμάτων που ζυγίζεται μ' ένα ζύγισμα («ένα ζύγι κάρβουνα»)
2. μτφ. η θεία θέληση, η ροπή της τύχης («αν φέρουν οι καιροί που 'ναι στο ζύγι απάνω και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα», Ερωτόκρ.)
3. το μικρό βάρος που αναρτάται από το νήμα της στάθμης, η μολυβήθρα, το βαρίδι
4. στον πληθ. τα ζύγια
α) τα βάρη τών επιμέρους ζυγισμάτων ομοειδών εμπορευμάτων που καθορίζονται σε σταθμά («έχω 100 ζύγια σταφίδα»)
β) τα δύο ή τρία μικρά νήματα με τα οποία ο χαρταετός προσδένεται στο νήμα ανυψώσεως
γ) φρ. (για τελωνειακούς υπαλλήλους) «υπηρετεί στα ζύγια» — υπηρετεί στο τμήμα όπου γίνεται ο έλεγχος του βάρους τών δασμολογούμενων εμπορευμάτων
νεοελλ.-μσν.
1. μικρός ζυγός, πλάστιγγα, ζυγαριά («κρατεί στην χέραν της... το ζύγιν», Ερωτόκρ.)
2. στον πληθ. τα ζύγια
τα σταθμά, διάφορα μέτρα βάρους («ζύγια βενέτικα», «ζύγια πολίτικα», «ζύγια εγγλέζικα» — μέτρα βάρους με βασική μονάδα, αντίστοιχα, τη βενετική, κωνσταντινουπολίτικη ἡ την αγγλική λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύγιον. Από άλλους υποστηρίχθηκε ότι ζύγι < ζυγιάζω ή < ζυγίζω, υποχωρητικός].