ζύθιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ζῦθος, = ἀλφίτου πόσις, Hsch. (ἡ ἐξ ἀ. π. Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost.1892/3p.12.)

Greek (Liddell-Scott)

ζύθιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζῦθος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζύθιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ζύθος) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλφίτου πόσις».