ζύθος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

German (Pape)

[Seite 1141] (nach Phot. lex. p. 55, 9 ζῦθος, wie auch einzeln in den Ausgaben steht), τό, so dat. ζύθει, Plut. an. vitios. suff. 4 Strab. 3, 3, 7 (17, 1 steht bei Tauchn. ζύθῳ), Bier aus Gerste bereitet, bei den Aegyptiern, D. Sic. 1, 34. 4, 2; vgl. Her. 2, 77; ζύθος πύρινον, bei den Celten, Posid. Ath. IV, 152 c u. Theophr.

Greek Monolingual

ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, -ους, τὸ)
οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού της βύνης, μπίρα
αρχ.
είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω της σημασίας της (είδος αιγυπτιακού ποτού) η λέξη θεωρήθηκε αιγυπτιακής προελεύσεως. Εν τούτοις η ομοιότητά της προς το ζύμη κάνει πιθανή την υπόθεση αναγωγής της στην Ινδοευρωπαϊκή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζυθοπώλης
νεοελλ.
ζυθεστιατόριο, ζυθοποιός, ζυθοπότης].