ζώγρημα: τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).
ζώγρημα, το (AM) ζωγρώ1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό2. μτφ. λεία, θύμα («ζώγρημα τοῦ διαβόλου»).