ζώσιμο

Greek Monolingual

το ζώνω
1. η περιβολή της μέσης με ζώνη, η ζώση
2. (μτφ. για εχθρικές δυνάμεις σε καιρό πολέμου) η περικύκλωση («το ζώσιμο τών εχθρών»).