περικύκλωση
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
Greek Monolingual
η / περικύκλωσις, -ώσεως, ΝΑ περικυκλώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικυκλώνω, κύκλωση από όλες τις πλευρές
νεοελλ.
στρ. ο αποκλεισμός μιας στρατιωτικής δύναμης από όλες τις κατευθύνσεις, με σκοπό την παρεμπόδιση του εφοδιασμού και τών επικοινωνιών της ή και την εξουδετέρωσή της.