περικύκλωση
From LSJ
Greek Monolingual
η / περικύκλωσις, -ώσεως, ΝΑ περικυκλώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικυκλώνω, κύκλωση από όλες τις πλευρές
νεοελλ.
στρ. ο αποκλεισμός μιας στρατιωτικής δύναμης από όλες τις κατευθύνσεις, με σκοπό την παρεμπόδιση του εφοδιασμού και τών επικοινωνιών της ή και την εξουδετέρωσή της.