(AM ἡ) θηλ. του άρθρ. ὁ, (ἡ, το) αρχ. στον Όμ. και με αντωνυμική σημασία, αντί αὕτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ο].(VII) ἥ (Α) θηλ. της αναφ. αντων. ὅς (ἥ, ὅ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ος].