η

Greek Monolingual

(AM ἡ)
θηλ. του άρθρ. ὁ, (, το)
αρχ.
στον Όμ. και με αντωνυμική σημασία, αντί αὕτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ο].
(VII)
ἥ (Α)
θηλ. της αναφ. αντων. ὅς (, ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ος].