ηγάθεος

Greek Monolingual

ἠγάθεος, -έη, -ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α)
(για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα- + θεός, με μετρική έκταση του αρχικού α].