και γούμενος, ο, θηλ. (η)γουμένη και (η)γουμένισσα (AM ἡγούμενος, θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και (ἡ)γουμένισσα) ηγούμαιβλ. ηγούμαι.