Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ηδανός
Greek Monolingual
ἡδανός, -ή, -όν (Μ) τ. που πλάστηκε από τους γραμματικούς, για να εξηγήσουν τον τ. εδανός (Ι), ο οποίος είχε παρετυμολογικά συνδεθεί με το επίθ. ηδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].