ηδανός

Greek Monolingual

ἡδανός, -ή, -όν (Μ)
τ. που πλάστηκε από τους γραμματικούς, για να εξηγήσουν τον τ. εδανός (Ι), ο οποίος είχε παρετυμολογικά συνδεθεί με το επίθ. ηδύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].