ηλειακός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἠλ(ε)ιακός, -ή, -όν) Ηλεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ήλιδα
αρχ.
φρ.
1. «ἠλειακή σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον Σωκρατικό Φαίδωνα τον Ηλείο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἠλειακοί
οι μαθητές και οπαδοί του Σωκρατικού φιλοσόφου Φαίδωνος.