ιακός

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

ἰακός, -ή, -όν (Α)
1. ιωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰακόν
ο ιωνικός τύπος.
επίρρ...
Ιακώς (Α)
κατά τρόπο ιωνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράγωγο του Ιάς «Ιωνική»].