-ές (Α ἡλιοκαής, -ές)ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαέςείδος φαρμακευτικής σκόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καης (< καίω), πρβλ. διακαής, πυρικαής].