το (ορυκτ.) χρυσοκίτρινη ποικιλία της βηρύλλου που αποτελεί πολύτιμο λίθο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliodor < helio- (πρβλ. ηλιο-) + dor (πρβλ. δώρο)].