Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημίπαυση
Greek Monolingual
η μικρό διάλειμμα για ανάπαυση τών γυμναζομένων, στο μέσο τών ασκήσεων ή τών στρατιωτικών γυμνασίων. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημι- +παύση (<παύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδαΕφημερίς].