ημίσχοινον

Greek Monolingual

ἡμίσχοινον και ἡμισχοίνιον, τὸ (Α)
δύο ρωμαϊκά μίλια, μισός σχοίνος, μέτρο μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σχοίνος].