ἡμίσχοινον
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
τό, half a schoenus, Tab.Heracl.1.29, al., AB 263.
German (Pape)
[Seite 1170] τό, halber σχοῖνος, B. A. 263, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίσχοινον: τό, τὸ ἥμισυ τοῦ σχοίνου, Α. Β. 363, Συλλ. Ἐπιγ. 5774. 26, 30, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἡμίσχοινον και ἡμισχοίνιον, τὸ (Α)
δύο ρωμαϊκά μίλια, μισός σχοίνος, μέτρο μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σχοίνος].