ημίψυκτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίψυκτος, -ον)
μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύψυκτος, σκιόψυκτος].