ημιέργαστος
Greek Monolingual
ἡμιέργαστος, -ον (Α)
κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν-επ-εξ-έργαστος, α-κατ-έργαστος].
ἡμιέργαστος, -ον (Α)
κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν-επ-εξ-έργαστος, α-κατ-έργαστος].